- αναμουρδώνω
- και αναμπουρδώνω και ανεμουρδώνω1. γίνομαι θολός, θολώνω2. ανακατεύω, συγχέω, μπερδεύω3. μολύνω, ρυπαίνω4. τιμωρώ ταπεινωτικά (από την παλαιότερη συνήθεια να ρυπαίνουν για διαπόμπευση το πρόσωπο αυτού που τιμωρείται)5. καταλύω τη νηστεία τρώγοντας κρέας, μαγαρίζω6. μέσ. αναμιγνύομαι σε ξένες υποθέσεις, επεμβαίνω, ανακατεύομαι.[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα-* + μουρδώνω «βρωμίζω»].
Dictionary of Greek. 2013.